- εριούχος
- -ο1. αυτός που περιέχει έριο, ο μάλλινος2. το ουδ. ως ουσ. το εριούχούφασμα από έριο, ερέα, μάλλινο.[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Αναστ. Κωνσταντινίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek
ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… … Dictionary of Greek